- κλειδομαντεία
- η(κυρίως κατά τον μεσαίωνα) είδος τεχνητής μαντείας με κλειδί η οποία γίνεται κατά διαφόρους τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + μαντεία (< μαντεία < μαντεύομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
DIVINATIO — Graecis Μαντεία vel Μαντικὴ, (nempe ut volunt a μανία, quia causa sit externa incorporeaque ac ut Gentes putarunt divina; quo nomine etiam Daemones complectebantur) Platoni definitiur ἐπιςτήμη προδηλωτικὴ, πράξεως ἄνευ ἀποδείξεως, Scientia… … Hofmann J. Lexicon universale
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek